τραπεζώνω

τραπεζώνω
τραπεζῶ, -όω, ΝΑ [τράπεζα]
νεοελλ.
(συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζι
αρχ.
1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές
2. παθ. τραπεζοῡμαι -όομαι
τοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζώνω — τραπεζώνω, τραπέζωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: τραπεζώνω : λιγότερο εύχρηστη η παθητική φωνή (τραπεζώνομαι, βλ. πίν. 4 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τραπεζώνω — τραπέζωσα, τραπεζώθηκα, τραπεζωμένος, παραθέτω γεύμα σε κάποιον, του κάνω τραπέζι: Τον τραπεζώνω κάθε τόσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζώ — (I) οῦς, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια τής Παλλάδος, τραπεζοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τής λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. ώ]. (II) όω, Α βλ. τραπεζώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”